- βαλτερός
- -ή, -ό [βαλτός]ελώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ουάλτερος ή Βάλτερος, Βρυέννιος — Όνομα δύο δουκών της Αθήνας. 1. Ο. A’. Ανέλαβε τη διοίκηση του δουκάτου της Αθήνας το 1309, έπειτα από απόφαση της κούρτης της Αχαΐας. Έφερε τον τίτλο του Ιππότη του θανάτου. Στην αρχή συμμάχησε με τους Καταλανούς, αλλά αργότερα, επειδή φοβόταν… … Dictionary of Greek
βάλτος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του… … Dictionary of Greek
βαλτήσιος — α, ο [βαλτός] 1. βαλτερός 2. αυτός που προέρχεται από βαλτώδη τόπο … Dictionary of Greek
Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε … Dictionary of Greek